- σύμπτυξις
- σύμπτυξιςfolding upfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπτύξει — σύμπτυξις folding up fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμπτύξεϊ , σύμπτυξις folding up fem dat sg (epic) σύμπτυξις folding up fem dat sg (attic ionic) συμπτύσσω fold aor subj act 3rd sg (epic) συμπτύσσω fold fut ind mid 2nd sg συμπτύσσω fold fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτύξεις — σύμπτυξις folding up fem nom/voc pl (attic epic) σύμπτυξις folding up fem nom/acc pl (attic) συμπτύσσω fold aor subj act 2nd sg (epic) συμπτύσσω fold fut ind act 2nd sg συμπτύσσω fold aor subj act 2nd sg (epic) συμπτύσσω fold fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπτύξεσιν — σύμπτυξις folding up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπτυξιν — σύμπτυξις folding up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Отдельная дивизия (Греция) — Офицеры Отдельной дивизии. Отдельная дивизия или Независимая дивизия ( … Википедия
σύμπτυξη — η / σύμπτυξις, ύξεως, ΝΜΑ [συμπτύσσω] νεοελλ. 1. περιορισμός τής έκτασης, πύκνωση (α. «σύμπτυξη τής παράταξης» β. «η σύμπτυξη τού μετώπου» γ. «η σύμπτυξη τού κεφαλαίου») 2. (αθλ.) η απόσυρση τών χεριών με τα δάκτυλα στους ώμους έπειτα από έκταση … Dictionary of Greek
συμπτύξεως — συμπτύξεω̆ς , σύμπτυξις folding up fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)